προστρίψει

προστρίψει
πρόστριψις
rubbing
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
προστρίψεϊ , πρόστριψις
rubbing
fem dat sg (epic)
πρόστριψις
rubbing
fem dat sg (attic ionic)
προστρί̱ψει , προστρίβω
rub on
aor subj act 3rd sg (epic)
προστρί̱ψει , προστρίβω
rub on
fut ind mid 2nd sg
προστρί̱ψει , προστρίβω
rub on
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • θλίβω — (ΑΜ θλίβω) 1. πιέζω κάτι δυνατά ώστε να ελαττωθεί ο όγκος του, συμπιέζω, σφίγγω, ζουλώ, ζουλίζω 2. στενοχωρώ, προξενώ λύπη, προκαλώ ψυχική πίεση, στενοχώρια («μέ θλίβει η στάση του») 3. (μέσ. και παθ.) θλίβομαι λυπάμαι, αισθάνομαι θλίψη,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”